τριγλίδες
From LSJ
οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge
Greek Monolingual
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια τελεόστεων ιχθύων που περιλαμβάνει την τρίγλα και συγγενή γένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ αγγλ. triglidae < τρίγλα «καπόνι» + κατάλ. -ίδες].