ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
Ν(για αεροπλάνο) κινούμαι με τους τροχούς στο έδαφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + -δρομώ (< -δρομος < δρόμος), πρβλ. σταδιοδρομώ].