τρυγόῳεν

From LSJ

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. prés. opt. épq. de τρυγάω.

Greek Monotonic

τρῠγόῳεν: Επικ. αντί τρυγῶεν, γʹ πληθ. ευκτ. του τρυγάω.

Russian (Dvoretsky)

τρυγόῳεν: эп. (= τρυγῷεν) 3 л. pl. opt. к τρυγάω.