τρυφεράδα

From LSJ

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source

Greek Monolingual

η, Ν
τρυφερότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + κατάλ. -άδα (πρβλ. νοστιμάδα)].