ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness
η, Ντρυφερότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + κατάλ. -άδα (πρβλ. νοστιμάδα)].