τσίκλα
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
Greek Monolingual
και τσίχλα, η, Ν
(τροφ. τεχνολ.) προϊόν που παράγεται από τον γαλακτώδη χυμό φυτού του γένους αχράς και από παρόμοιες ελαστικές ουσίες με την προσθήκη ζάχαρης ή άλλων γλυκαντικών ουσιών και το οποίο μασιέται για τη γεύση και το άρωμά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. chicle < ισπ. chicle < chictli / tzictli, λ. της γλώσσας Νάχουατλ].