τσίπα
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
1. λεπτός υμένας που περικαλύπτει κάτι
2. κρούστα που σχηματίζεται στην επιφάνεια υγρών και, ιδίως, του γάλατος («το καλό γάλα κάνει τσίπα»)
3. λιπώδης υμένας που περιβάλλει τα εντόσθια τών ζώων
4. λεπτός υμένας που απομένει μερικές φορές στο πρόσωπο τών νεογέννητων
5. μτφ. αιδώς, ντροπή («αυτός ο άνθρωπος δεν έχει καθόλου τσίπα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. σίφα
χόρια με σημ. «οι υμένες που περιβάλλουν το έμβρυο»].