τσιφλίκι

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. μεγάλο αγρόκτημα που καλλιεργείται από κολλήγους
2. (γενικά) μεγάλη γαιοκτησία
3. μτφ. καθετί που νέμεται κανείς αυθαίρετα («δεν είναι τσιφλίκι του εδώ να κάνει ό,τι θέλει»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cift-lik].