Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τσιφλίκι

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

το, Ν
1. μεγάλο αγρόκτημα που καλλιεργείται από κολλήγους
2. (γενικά) μεγάλη γαιοκτησία
3. μτφ. καθετί που νέμεται κανείς αυθαίρετα («δεν είναι τσιφλίκι του εδώ να κάνει ό,τι θέλει»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cift-lik].