τυ

From LSJ
Pindar, Pythian, 3.61f.

Greek (Liddell-Scott)

τυ: κατάληξ. γ΄ προσ. παθητ. ῥήμ. ὁριστικῆς κ. εὐκτικῆς ἐγκλίσ. ἀντὶ το, Ἐπιγρ. Ἰδαλίου Κύπρου, Cau., 118, ἔνθα τὰ ἐϝρητάσαντυ γένοιτυ. ― Ὁμοία αὕτη ἡ κατάληξις τῇ τῶν Τεγεατῶν εἰς τοι.