τυρέμπορος

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193

Greek Monolingual

ο, η, Ν
έμπορος τυριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός / τυρί + έμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].