τυρευτής
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
German (Pape)
[Seite 1164] ὁ, der Käse macht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τῡρευτής: -οῦ, ὁ, ὁ τυρεύων, μεταφορ., μηχανορράφος, δολοπλόκος, πανοῦργος, ὁ τυρευτὴς δὲ τῶν κακῶν ἀπέτισε τὴν δίκην Κ. Μανασσ. Χρον. 5156.