τύρφη
From LSJ
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
Greek Monolingual
η, Ν
γεωλ. οργανικό καύσιμο, που αποτελείται από ένα ελαφρό σπογγώδες υλικό σχηματιζόμενο κυρίως σε εύκρατα υγρά περιβάλλοντα από τη συσσώρευση και τη μερική αποσύνθεση τών φυτικών υπολειμμάτων σε συνθήκες ελλιπούς αποστράγγισης, αλλ. ποάνθρακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. turf «χλόη»].