υγροκαμπής
From LSJ
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
-ές, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που κάμπτεται με ευκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -καμπής (< καμπή < κάμπτω), πρβλ. μεγαλοκαμπής, οξυκαμπής].