υγροτροφικός

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
(για ζώα) αυτός που τρέφεται μέσα στο νερό, υδρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + τροφικός, μέσω ενός αμάρτυρου τ. ὑγροτρόφος (πρβλ. κοινοτροφικός)].