υγροφυής
From LSJ
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός ο οποίος από την φύση του είναι μαλακός, εύκαμπτος («παρθένος ὑγροφυής καὶ τρυφερά», Σχόλ. Θεοκρ.).
επίρρ...
ὑγροφυῶς Α
με μαλακή, εύκαμπτη σύσταση («τὰ ὀστᾱ ὑγροφυῶς λογίζεσθαι», Αρισταίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -φυής (< φύω, φύομαι, μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. σκληροφυής].