υγροφόρητος
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που μεταφέρεται ή παρασύρεται από το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + φορητός (< φορῶ), πρβλ. μοιροφόρητος, ποταμοφόρητος].