υγρόπισσα

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source

Greek Monolingual

η / ὑγρόπισσα, ΝΜΑ
ρευστή πίσσα, κεδρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + πίσσα.