υδροδοχείο

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

το / ὑδροδοχεῖον, ΝΜΑ ὑδροδόχος
δοχείο νερού
νεοελλ.
μικρό φορητό δοχείο νερού, το οποίο χρησιμοποιούν στρατιώτες, κυνηγοί, εκδρομείς κ.ά., κν. παγούρι.