υδροδυναμικός
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φαινόμενα τα οποία σχετίζονται με την κίνηση τών υγρών («υδροδυναμική πίεση»)
2. το θηλ. ως ουσ. η υδροδυναμική
φυσ. κλάδος της μηχανικής τών ρευστών, ο οποίος μελετά τους νόμους που διέπουν την κίνηση τών ασυμπίεστων υγρών, καθώς και τις αντιστάσεις που αναπτύσσονται κατά την κίνηση τών στερεών σωμάτων μέσα σε αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrodynamic (< υδρο + δυναμικός)].