υδροκύων

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

Greek Monolingual

ο / ὑδροκύων, -κυνός, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους οστεοϊχθύων
αρχ.
ως κύριο όν. Ὑδροκύων
τίτλος σάτιρας του Ουάρρωνος, γραμμένης κατά τον τρόπο του κυνικού φιλοσόφου Μενίππου, η οποία δεν έχει διασωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + κύων «σκύλος». Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. hydrocyon].