υπέρδασυς

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

-υ, Α δασύς
1. πολύ δασύς, πολύ μαλλιαρός
2. (για φυτό) πολύ πυκνόφυλλος, φουντωτός.