υπέρθεος

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που συγκεντρώνει την υπέρτατη θεϊκή δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + θεός (πρβλ. ἔνθεος)].