υπέρκομπος

From LSJ

ὦ ἀδελφέ, τοῦτόν γε μήτε κακῶς ποιοίης μήτε τούτῳ τῷ τρόπῳ βλάπτοις κλέπτων τὰ χρήματα → Brother, you should neither do this man bad nor harm him in this way, i.e. by stealing his money/stuff

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κομπάζει υπέρμετρα, ο υπέρμετρα αλαζόνας
2. (για πράγμ.) έξοχος, εξαίρετος («αἱ δ' ὑπέρκομποι τάχει (νῆες)», Αισχύλ.).
επίρρ...
ὑπερκόμπως Α
με ιδιαίτερα κομπαστικό, αλαζονικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -κομπος (< κόμπος [Ι] «χτύπος, θόρυβος»), πρβλ. πολύκομπος].