υπίατρος

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
στρ. βαθμός αξιωματικού του υγειονομικού, αντίστοιχος του υπολοχαγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ιατρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].