υπαλληλάκος

From LSJ

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
υπαλληλίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπάλληλος + υποκορ. κατάλ. -άκος (πρβλ. εμποράκος)].