άκος
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
Greek Monolingual
ἄκος (-ως), το (Α)
1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό
2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή
3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού
4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους, όπως αρχ. ιρλ. hῖcc «θεραπεία», που ανάγονται σε ΙΕ yēk- / yək- «θεραπεύω». Στη ρίζα αυτή οδηγούν και οι δασυνόμενοι διαλεκτικοί τ. ἀφακεῖσθαι και ἐφακεῖσθαι του παραγώγου ρ. ἀκοῦμαι. Οι τ. ἄκος, ἀκοῦμαι κ.τ.ό. πρέπει να είναι ιωνικοί με ψίλωση, αφού μάλιστα απαντούν σπάνια στον αττικό λόγο.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκέομαι.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκεσφόρος, ἀνακής, ἀνηκής, εὐήκης, πανακής.