υπαλληλίσκος

From LSJ

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. ασήμαντος υπάλληλος, υπάλληλος που κατέχει χαμηλή βαθμίδα στην υπαλληλική ιεραρχία, υπαλληλάκος
2. υπάλληλος μικρής ηλικίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπάλληλος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. τυραννίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ. Σούτσο].