υπεκλύω
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
Greek Monolingual
Α
1. χαλαρώνω ή εξασθενίζω κάπως («τὴν σφοδρότητα τῆς ἐμβολῆς ὑπεκλύειν», Ιώσ.)
2. μέσ. ὑπεκλύομαι
γίνομαι όλο και πιο ασθενής, εξασθενίζω βαθμιαία («παλμοὶ ὑπεκλυόμενοι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκλύω «λύνω, απαλλάσσω, χαλαρώνω, εξασθενίζω»].