υπεκφυγή

From LSJ

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191

Greek Monolingual

η / ὑπεκφυγή, ΝΜΑ ὑπεκφεύγω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υπεκφεύγω
νεοελλ.
στον πληθ. οι υπεκφυγές·οι προφάσεις («μού μιλούσε με υπεκφυγές»).