υπεκφυγή
From LSJ
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
Greek Monolingual
η / ὑπεκφυγή, ΝΜΑ ὑπεκφεύγω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υπεκφεύγω
νεοελλ.
στον πληθ. οι υπεκφυγές·οι προφάσεις («μού μιλούσε με υπεκφυγές»).