υπεραιώνιος

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monolingual

-ία, -ον, Μ
ο πριν από τους αιώνες, αυτός που δεν έχει χρονικά όρια, ο πράγματι αιώνιος.
επίρρ...
ὑπεραιωνίως Μ
άχρονα, πέρα από τα όρια του χρόνου.