υπερβασία

From LSJ

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source

Greek Monolingual

η / ὑπερβασία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερβασίη Α ὑπερβατός
η καθ' ὑπέρβασιν πράξη, παράβαση νόμου, κανόνα, αρχής, όρκου ή ορίου
μσν.-αρχ.
(στους Εβραίους) η γιορτή του Πάσχα («σημαίνει δὲ ὑπερβασία διότι κατ' ἐκείνην τὴν ἑσπέραν ὁ Θεός αὐτῶν ὑπερβὰς Αἰγυπτίοις ἐνέσκηψε τὴν νόσον», Ιώσ.).