υπερδάκνω

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462

Greek Monolingual

Α
παθ. ὑπερδάκνομαι
έχω υποστεί στο δέρμα μου υπερβολικό ερεθισμό από έμπλαστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + δάκνω «δαγκώνω, βλάπτω, ενοχλώ»].