υπερκατάκειμαι

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source

Greek Monolingual

Α
(με παθ. σημ.) κάθομαι στηριζόμενος κάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + κατάκειμαι «είμαι ξαπλωμένος, κείμαι καταγής, παρακάθομαι σε συμπόσιο»].