Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υπνώ

From LSJ

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475

Greek Monolingual

(I)
-έω, Α
υπνώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. αμφβλ. τ. σχηματισμένος από την λ. ὕπνος αντί του ὑπνῶ, -όω].
(II)
-όω, ΜΑ
βλ. υπνώνω.