υποδεκάμετρο
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
Greek Monolingual
το, Ν
1. μικρός κανόνας, χάρακας κατασκευασμένος παλαιότερα από ξύλο ή μέταλλο και σήμερα από πλαστικό υλικό, ο οποίος έχει μήκος ένα δέκατο του μέτρου και υποδιαιρείται με χαραγές και στις δύο πλευρές του σε 10 εκατοστόμετρα και 100 χιλιοστόμετρα
2. το ένα δέκατο του μέτρου, δέκα εκατοστόμετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δεκάμετρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης του Γρ. Ζαλίκογλου].