Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
-ή, -όν, ΜΑ
υποφερτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + οἰστός, ρηματ. επίθ. του ρ. φέρω. Ο τ. αποτελεί το ρηματ. επίθ. του ρ. ὑπο-φέρω.