υποκλώ

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
μτφ. κάμπτω, λυγίζω λίγο («τὰς ψυχὰς ὑποκλωμένους», Ιώσ.)
αρχ.
1. θραύω, σπάζω από κάτω
2. (στην χειρομαντεία) περιβάλλω, περικλείω με καμπύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κλῶ «σπάζω»].