υποκρούω

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source

Greek Monolingual

ὑποκρούω ΝΑ κρούω
κρούω ελαφρά τις χορδές μουσικού οργάνου για συνοδεία τραγουδιού ή απαγγελίας
αρχ.
1. χτυπώ ελαφρά
2. μτφ. α) (με αιτ.) διακόπτωὑποκρούω τοὺς ῥήτορας
τὸ μεταξύ λεγόντων αὐτῶν ἀντιφθεγγόμενον ἐμποδίζειν», Ησύχ.)
β) (ειδικά) διακόπτω κάποιον που μιλά και παίρνω τον λόγο
γ) συνουσιάζομαι
3. μέσ. ὑποκρούομαι
επιτίθεμαι.