υποκόκκινος

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α
κοκκινωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κόκκινος. Ο τ. αποτελεί πιθ. διόρθωση του τ. ὑπόκκινος].