υποκόκκινος

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α
κοκκινωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κόκκινος. Ο τ. αποτελεί πιθ. διόρθωση του τ. ὑπόκκινος].