υπολοχαγός

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

Greek Monolingual

ο / ὑπολόχαγος, ΝΑ
νεοελλ.
στρ. βαθμός αξιωματικού του στρατού ξηράς αμέσως ανώτερος του ανθυπολοχαγού και αμέσως κατώτερος του λοχαγού
αρχ.
αξιωματικός κατώτερος του λοχαγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λοχαγός.