υπομετέωρος

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source

Greek Monolingual

-ον, Α μετέωρος
(κυρίως στην ιατρ. και για άκρα που έχουν επιδεθεί) αυτός που κάπως αιωρείται, που κρέμεται.