υποναύαρχος
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
Greek Monolingual
ο, Ν
βαθμός ανώτατου αξιωματικού του ναυτικού μεταξύ του πλοιάρχου και του αντιναυάρχου, αντίστοιχος με τον βαθμό του υποστρατήγου του στρατού ξηράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ναύαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Αγγ. Βλάχου].