ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
-έω, Α ποιῶ1. υποτάσσω2. προξενώ κάτι σιγά σιγά, σταδιακά3. μέσ. ὑποποιούμαι, -έομαια) οικειοποιούμαιβ) προσελκύω κάποιον με δόλια τεχνάσματαγ) προσποιούμαι.