υποποιώ
From LSJ
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
Greek Monolingual
-έω, Α ποιῶ
1. υποτάσσω
2. προξενώ κάτι σιγά σιγά, σταδιακά
3. μέσ. ὑποποιούμαι, -έομαι
α) οικειοποιούμαι
β) προσελκύω κάποιον με δόλια τεχνάσματα
γ) προσποιούμαι.