υπορράπτω

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

ὑπορράπτω ΝΑ, και δ. γρφ. ὑποράπτω Α ῥάπτω
επενδύω εσωτερικά με ύφασμα, φοδράρω
αρχ.
(σχετικά με λόγο) συρράπτω, συγκροτώ («ὡς δὴ τί δράσων τόνδ' ὑπορράπτεις λόγον;», Ευρ.).