υπόδηλος

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που είναι λίγο ή αρκετά φανερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δῆλος «φανερός»].