Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υπόθερμος
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόθερμος, -ον, ΝΑ ο κάπωςζεστός, χλιαρός νεοελλ. γεωλ. (για πηγή) αυτός που τα νερά του έχουν θερμοκρασία μικρότερη τών 30°C αρχ. μτφ. (για πρόσ. και για άλογα) ο κάπωςορμητικός («πολεμίου δὲ καὶ ὑποθερμοτέρου τῷ ἔργῳ», Ηρόδ.).