υπόκιρρος
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
Greek Monolingual
-ον, Α
υποκίτρινος, κιτρινωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κιρρός «κιτρινωπός»].