υπόκοσμος

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407

Greek Monolingual

ο, Ν
το σύνολο τών ανθρώπων που ανήκουν στα κατώτατα, από ηθική άποψη, στρώματα της κοινωνίας, που ζουν στο περιθώριο παρασιτικά ή αναπτύσσοντας εγκληματική δράση, η υποστάθμη, τα κατακάθια, τα αποβράσματα της κοινωνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + κόσμος.