υπόλοξος

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ λοξός
1. ο κάπως λοξός, πλάγιος
2. μτφ. ο κάπως ασαφής, απροσδιόριστος.
επίρρ...
ὑπολόξως Α
με πλάγιο τρόπο.